- οινοφαγία
- οἰνοφαγία, ἡ (Α)το φαγοπότι, το να τρώει κανείς και συγχρόνως να πίνει κρασί («ἐκεράννυμεν τὸ σφοδρὸν τῆς οἰνοφαγίας», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -φαγία (< -φάγος*), πρβλ. χορτο-φαγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνοφαγίας — οἰνοφαγίᾱς , οἰνοφαγία vinous food fem acc pl οἰνοφαγίᾱς , οἰνοφαγία vinous food fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
ԳԻՆԵԶԻՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0552 Chronological Sequence: 6c գ. οἱνοφαγία vini voratio Չարաչար արբեցութիւն. գինեկիզութիւն. (գրի երբեմն եւ Գինազանցութիւն): Փիլ. լին. ՟Բ. 12. 18. 68: Փիլ. ել. ՟Բ. 18 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)